Ακτινοθεραπεία
Ο τύπος των παρενεργειών που ενδέχεται να προκαλέσει η ακτινοβολία εξαρτάται από τη περιοχή του σώματος που θα υποβληθεί σε θεραπεία, το μέγεθος, τη δόση της ακτινοβολίας και τον αριθμό των θεραπειών. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες αρχίζουν συνήθως την 2η ή τη 3η εβδομάδα θεραπείας αλλά η διαιτητική θεραπεία που θα παρέχει επαρκή πρόσληψη θερμίδων και πρωτεϊνών πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή έτσι ώστε να προλάβει την ενδεχόμενη απώλεια βάρους. Μετά την ολοκλήρωση, οι περισσότερες παρενέργειες διαρκούν 3-4 εβδομάδες, ενώ κάποιες μπορούν να διαρκέσουν πολύ περισσότερο. Μην περιμένετε να έχετε τις ίδιες παρενέργειες με έναν άλλο ασθενή που υποβάλλεται σε ακτινοβολία σε διαφορετική περιοχή του σώματος ή ακόμα και στην ίδια περιοχή. Η ακτινοθεραπεία στο κεφάλι, στον λαιμό ή στον οισοφάγο προκαλεί βλεννογονίτιδα, μειωμένη πρόληψη τροφής και απώλεια βάρους περίπου στο 80% των ασθενών. Παρομοίως, η ακτινοβόληση στη περιοχή της λεκάνης και της κοιλιάς σχετίζεται με γαστρεντερικά συμπτώματα όπως διάρροια. Ο κάθε οργανισμός δέχεται διαφορετικά την κάθε θεραπεία. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με ανεπιθύμητες παρενέργειες και πώς να τις αντιμετωπίσετε απευθυνθείτε στην ομάδα υποστήριξής σας.
Χειρουργική παρέμβαση
Πολλοί καρκίνοι αντιμετωπίζονται με χειρουργική επέμβαση. Η διατροφή, προεγχειρητικά αλλά και μετεγχειρητικά, αποτελεί μια πολύ σημαντική παράμετρο και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Πριν από τη χειρουργική επέμβαση, αν ο ασθενής είναι υποσιτισμένος, θα προκύψουν επιπλοκές κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης και γι’ αυτό θα πρέπει να έχει προηγηθεί η διαιτητική φροντίδα. Σε ασθενείς του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα, οι οποίοι πρόκειται να υποβληθούν σε μεγάλο χειρουργείο, για τη μείωση των μετεγχειρητικών επιπλοκών συστήνεται πριν από το χειρουργείο αλλά και μετά, η χορήγηση ανοσοδιατροφής δηλαδή συμπληρωμάτων εμπλουτισμένων με ανοσοθρεπτικά συστατικά όπως αργινίνη, Ω-3 λιπαρά οξέα, νουκλεοτίδια. [1]
Μετά το χειρουργείο απαιτείται η αυξημένη πρόσληψη θρεπτικών συστατικών και ειδικότερα πρωτεϊνών για να ενισχυθεί το ανοσοποιητικό και να κλείσουν οι πληγές. Μετά από χειρουργεία που μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα του ασθενούς να λάβει και να πέψει τη τροφή, η παρέμβαση μπορεί να περιλαμβάνει υγρά υπερθερμιδικά συμπληρώματα, εντερική σίτιση μέσω σωλήνα ή ακόμα και παρεντερική σίτιση.
Πηγές:
- J. Arends et al. / Clinical Nutrition xxx (2016) 1- 38, ESPEN guidelines on nutrition in cancer patients.
Χημειοθεραπεία
Η καταστροφή των υγιών κυττάρων κατά την διάρκεια των αντικαρκινικών θεραπειών είναι η αιτία δυσάρεστων παρενεργειών, οι οποίες με την σειρά τους προκαλούν διάφορα διατροφικά προβλήματα. Παρενέργειες που μπορούν να προκύψουν, ανάλογα με το είδος της χημειοθεραπείας που λαμβάνεται, είναι μειωμένη όρεξη, ναυτία, εμετός, άφθες στο στόμα, διάρροια, δυσκοιλιότητα, αλλαγές στη γεύση και στην όσφρηση, αυξημένο αίσθημα κορεσμού κ.α. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της θεραπείας να έχουν όρεξη και να ευχαριστιούνται τα γεύματα τους ενώ άλλοι να μην έχουν διάθεση για μέρες να φάνε και να νιώθουν δυσφορία στη θέα του φαγητού. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με ανεπιθύμητες παρενέργειες και πώς να τις αντιμετωπίσετε απευθυνθείτε στην ομάδα υποστήριξη σας.
Ανοσοθεραπεία
Η ανοσοθεραπεία, η οποία κινητοποιεί το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή για να καταπολεμήσει το καρκίνο, μπορεί να επηρεάσει τη λήψη τροφής προκαλώντας διατροφικές διαταραχές όπως ναυτία, εμετό, απώλεια όρεξης, διάρροια, βλεννογονίτιδα κ.α. Η πρόωρη διαιτητική παρέμβαση συμβάλλει στην κατάλληλη αντιμετώπιση των παρενεργειών και στη πρόληψη του υποσιτισμού.
Ορμονοθεραπεία
Ορμονοθεραπεία είναι η χρήση φαρμάκων ή εφαρμογή ιατρικών χειρισμών (πχ. χειρουργική αφαίρεση ωοθηκών) που εμποδίζει τα ορμονοευαίσθητα καρκινικά κύτταρα να προμηθευτούν τις ορμόνες που χρειάζονται για να αναπτυχθούν. Η ορμονοθεραπεία χρησιμοποιείται κυρίως για την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, των ωοθηκών, του ενδομητρίου και του προστάτη. Ο τύπος αυτός θεραπείας μπορεί να αυξήσει την όρεξη, να συμβάλει στην αύξηση του βάρους, στην αύξηση του λίπους καθώς και στη μείωση της μυϊκής μάζας, κατακράτηση υγρών, αίσθημα κόπωσης, αύξηση των επιπέδων χοληστερίνης και ανάπτυξη οστεοπενίας ή οστεοπόρωσης.