Σχεδόν δέκα μήνες μετά την εισβολή του SARS-CoV-2 στη ζωή μας, η μάχη των επιστημόνων αλλά και όλων ημών συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό για την αναχαίτισή του. Εχει καταστεί σαφές πλέον πως ουδείς είναι άτρωτος απέναντι στον κορωνοϊό, ωστόσο κάποιες ομάδες πληθυσμού αποδείχθηκαν εξαρχής πιο ευάλωτες έναντι αυτού
Οι άνθρωποι με χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά νοσήματα, με σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) καθώς και με νεοπλασίες βρίσκονται σταθερά όλο το διάστημα της επιδημίας στο στόχαστρο του θανατηφόρου ιού. Είναι εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο από τους άλλους για σοβαρή νόσηση, εφόσον μολυνθούν, νόσηση που συχνά αποβαίνει και μοιραία για τη ζωή τους. Πλήθος μελετών τεκμηριώνουν πλέον αυτό το σημαντικό στοιχείο, ενισχύοντας το οπλοστάσιο των ειδικών και συνεπώς και των χρονίως ασθενών για την αναχαίτιση του επικίνδυνου κορωνοϊού.
Στην Ελλάδα μέχρι και το τέλος Οκτωβρίου περί τους 20.000 ανθρώπους είχαν μολυνθεί και νοσήσει με κορωνοϊό και 575 ήταν τα θύματά του. Αναλυτικά δεδομένα δεν είναι διαθέσιμα ακόμη από το Μητρώο Ασθενών COVID-19, ωστόσο οι ειδικοί με τους οποίους συνομίλησε το ygeiamou μας δίνουν μια αδρή εικόνα για την επίπτωση του κορωνοϊού σε ευπαθή λόγω χρονίων νόσων άτομα.
«Οι προϋπάρχουσες ασθένειες, που όπως διαπιστώνουμε στον «Ευαγγελισμό», σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο βαριάς νόσου και θανάτου είναι καρδιαγγειακά νοσήματα, υπέρταση, ΣΔ, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), νεοπλασίες και κάθε είδους ανοσοκαταστολή» λέει ο κ. Ιωάννης Καλομενίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ, Υπεύθυνος Μονάδας COVID-19 Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός». Σύμφωνα με τον ίδιο, παράγοντες κινδύνου για ατυχή έκβαση της νοσηλείας είναι η μεγάλη ηλικία και η κακή οικονομική κατάσταση -συνδέονται αμφότερες με σοβαρά χρόνια νοσήματα και κακή κατάσταση υγείας- καθώς και το ανδρικό φύλο.
Αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης έχουν, επίσης, όσοι ζουν σε συνθήκες αυξημένου συγχρωτισμού. Ανθρωποι που μένουν μαζί στην ίδια κατοικία λόγω οικονομικής ένδειας, πρόσφυγες και μετανάστες που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας, προσωπικό Ενόπλων Δυνάμεων σε πολυπληθείς μονάδες, τρόφιμοι γηροκομείων ή ιδρυμάτων χρονίως πασχόντων καθώς και ψυχιατρικών δομών, ιδίως αν δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι.
Τα αδύναμα σημεία των διαβητικών
Η μεγαλύτερη επιδημιολογική μελέτη για την επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 σε άτομα με ΣΔ έγινε στη Βρετανία και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Lancet». Από τους 23.698 θανάτους που είχαν καταγραφεί λόγω της λοίμωξης του κορωνοϊού από 1/3 έως 11/5/2020 -σήμερα οι θάνατοι έχουν διπλασιαστεί-, πάνω από το 1/3 ήταν άτομα με ΣΔ.
Τον τρόπο που εισβάλλει και δρα ο κορωνοϊός στον οργανισμό του ασθενούς περιγράφει στο ygeiamou ο κ. Γεώργιος Δ. Δημητριάδης, Ομότιμος Καθηγητής Παθολογίας ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας: «Ο ιός SARS-CoV-2 εισβάλλει από τους πνεύμονες μέσω του υποδοχέα ACE2. Στα άτομα με ΣΔ ο ACE2 υπερεκφράζεται, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η είσοδος του SARS-CoV2 στον οργανισμό. Με την είσοδο του ιού δημιουργείται ραγδαία φλεγμονώδης αντίδραση (καταιγίδα κυτταροκινών) η οποία οδηγεί σε σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές, από όλα τα συστήματα. Η επιβαρυντική δράση του κορωνοϊου στα άτομα με ΣΔ, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, οφείλεται σε διάφορους παράγοντες: Α) Η χρόνια υπεργλυκαιμία και η κακή δράση της ινσουλίνης αποδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα, τον μηχανισμό που διαθέτουμε για άμυνα στις λοιμώξεις. Β) Οι συχνές εναλλαγές υπεργλυκαιμίας/υπογλυκαιμίας (ιδιαίτερα στον ΣΔτ1), επιβαρύνουν τη λειτουργία των αγγείων. Γ) Οι χρόνιες επιπλοκές του ΣΔ δημιουργούν προϋποθέσεις κακής λειτουργίας όλων των οργάνων και τα καθιστούν ευπαθή στον SARS-CoV2. Δ) Η παχυσαρκία είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική διότι έχει ήδη εγκατεστημένους φλεγμονώδεις μηχανισμούς που ο κορωνοϊός επιδεινώνει. Ε) Ο SARS-CoV2 και ο ΣΔ είναι και οι δυο θρομβογενείς παράγοντες και η συνύπαρξή τους αυξάνει τον κίνδυνο θρομβώσεων. ΣΤ) Ο SARS-CoV2 επιτίθεται στα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και μπορεί να δημιουργήσει ΣΔ ακόμα και αν δεν προϋπάρχει. ζ) Η νόσηση λόγω κορωνοϊού, όπως όλες τις λοιμώξεις, προκαλεί πάντα απορρύθμιση του ΣΔ με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης κέτωσης».
Τα βασικά μέτρα πρόληψης (πλύσιμο χεριών/μάσκα/μετριασμός μετακινήσεων/αποστάσεις) πρέπει να τηρούνται με μεγαλύτερη σχολαστικότητα. Είναι σημαντική η συχνή επαφή με τους θεράποντες γιατρούς για κλινική αξιολόγηση, κατάλληλη διαχείριση θεραπείας για μεταβολική ρύθμιση, έγκαιρη διάγνωση/αντιμετώπιση επιπλοκών. Τέλος, κομβική είναι η ενίσχυση του ανοσοποιητικού.
O κορωνοϊός στοχεύει την καρδιά
Οπως και τα άτομα με ΣΔ, και τα άτομα με προϋπάρχουσα καρδιακή νόσο έχουν αυξημένη έκφραση του υποδοχέα ΑCE2 που αποτελεί κλειδί στη σύνδεση του SARS-CoV-2 στον οργανισμό. Mελέτη που δημοσιεύτηκε στο «Cardiovascular Research» έδειξε ότι αυξημένη έκφραση ACE2 υποδοχέων καθιστούν το μυοκαρδιακό κύτταρο πιο ευάλωτο στην προσβολή από τον ιό SARS-CoV-2.
Τα δεδομένα των μελετών είναι σαφή για την επίπτωση του αόρατου εχθρού σε μία εύθραυστη καρδιά. Σύμφωνα με τον κ. Γεράσιμο Σιάσο, Αναπληρωτή Καθηγητή Καρδιολογίας και αναπλ. Πρόεδρο Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, «όλα τα ερευνητικά δεδομένα συνηγορούν ότι το 30-40% όσων νοσούν από COVID-19 και χρειάζονται νοσηλεία έχουν υποκείμενη νόσο του καρδιαγγειακού συστήματος ή παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, όπως αρτηριακή υπέρταση ή ΣΔ. Επιπλέον, άτομα που πάσχουν από καρδιολογικές παθήσεις, εφόσον νοσήσουν, έχουν αυξημένες πιθανότητες να οδηγηθούν σε ΜΕΘ και έχουν δυσμενή κατάληξη σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Το 2/3 των ασθενών οι οποίοι χρειάζονται διασωλήνωση έχουν υποκείμενη νόσο της καρδιάς ή αρτηριακή υπέρταση ή ΣΔ. Μελέτες από την Ιταλία και την Αμερική έδειξαν ότι όσοι νοσηλεύονται με νόσο COVID-19 έχουν διπλάσιες πιθανότητες να διασωληνωθούν εφόσον ο ιός προσβάλλει την καρδιακή λειτουργία».
Για τον λόγο αυτό, όπως επισημαίνει ο ειδικός, άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια, στεφανιαία νόσο και έμφραγμα του μυοκαρδίου ή αγγειοπλαστική ή αορτοστεφανιαία παράκαμψη τους τελευταίους 12 μήνες, προσθετικές καρδιακές βαλβίδες, μυοκαρδιοπάθειες, κατατάσσονται στις ευπαθείς ομάδες οι οποίοι οφείλουν να λαμβάνουν επιπλέον προφυλάξεις σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Τέλος, ο κ. Σιάσος υπογραμμίζει ότι δεδομένου ότι όλο και περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν τη βλάβη που μπορεί να προκαλέσει η λοίμωξη στην καρδιά ασθενών οι οποίοι νόσησαν βαριά και δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό καρδιοπάθειας, η συστηματική παρακολούθηση όσων νόσησαν είναι επιβεβλημένη.
Η COVID-19 κόβει την ανάσα
Ο ACE2, υποδοχέας-κλειδί για τον κορωνοϊό, απαντάται στους πνεύμονες, όπως και στα άλλα όργανα, γεγονός που εξηγεί την επίθεση και τις βλάβες που υφίσταται το αναπνευστικό σύστημα του οργανισμού λόγω του κορωνοϊού. Οπως αναφέρει στο ygeiamou, ο κ. Κωνσταντίνος Ι. Γουργουλιάνης, Καθηγητής Πνευμονολογίας, πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, «η λοίμωξη COVID-19 μπορεί να προκαλέσει επιπλοκές στους πνεύμονες, όπως πνευμονία και σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) σε όλους. Ωστόσο, στα άτομα με ΧΑΠ, τα οποία συνήθως είναι και καπνιστές, σε όσους έχουν βρογχικό άσθμα και σε όσους έχουν διαγνωστεί με βρογχεκτασίες, μια χρόνια πνευμονική πάθηση που χαρακτηρίζεται από βλάβες λόγω παλαιότερων και σοβαρών λοιμώξεων, ο κίνδυνος μόλυνσης και σοβαρής νόσησης είναι μεγάλος. Αν υποθέσουμε πως κάθε ιός και εν προκειμένω ο κορωνοϊός κάνει ένα ταξίδι από τη μύτη ή το στόμα μας μέσα στο αναπνευστικό σύστημα, το βέβαιο είναι πως αυτό το ταξίδι είναι γρήγορο και εύκολο στον οργανισμό ενός καπνιστή ή ενός ασθενή με ΧΑΠ, αλλά και όσων ζουν σε ρυπογόνο περιβάλλον».
Ο ειδικός συστήνει στους ασθενείς με χρόνια αναπνευστικά νοσήματα να ακολουθούν τη θεραπευτική αγωγή, να αποφεύγουν ή να περιορίζουν την έκθεσή τους σε συνθήκες συγχρωτισμού και να χρησιμοποιούν με προσοχή και σχολαστικότητα τη μάσκα καλύπτοντας και τη μύτη και το στόμα. Υπενθυμίζεται ότι μελέτες έχουν δείξει πως ο κορωνοϊός μολύνει τη μύτη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τμήμα της αναπνευστικής οδού, καθώς οι υποδοχείς ACE2 υπάρχουν σε αφθονία στον βλεννογόνο της μύτης. Η διακοπή ή ο περιορισμός του καπνίσματος είναι ένα επιπλέον μέτρο προστασίας για όλους, πολύ δε περισσότερο για τους ασθενείς με αναπνευστικά νοσήματα, έναντι του κορωνοϊού.
Τι ισχύει για τους ασθενείς με καρκίνο
Από ερωτήματα που περιμένουν απαντήσεις χαρακτηρίζεται το κεφάλαιο που αφορά τον καρκίνο και τη λοίμωξη λόγω κορωνοϊού.
Η συνολική βιβλιογραφία είναι ανεπαρκής ακόμη για να εξηγηθεί οριστικά η σχέση καρκίνου και COVID-19, τονίζει ο πρόεδρος της Εταιρίας Παθολόγων Ογκολόγων Ελλάδας Ιωάννης Μπουκοβίνας. Σύμφωνα με τον ειδικό, μια μείζονα κλινική ανησυχία είναι αν οι ασθενείς με καρκίνο, όταν προσβληθούν από τον κορωνοϊό, είναι πιθανό να αναπτύξουν απειλητικές για τη ζωή τους επιπλοκές και τελικά να πεθάνουν εξαιτίας της λοίμωξης. Για την Ελλάδα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ανάλογα επιδημιολογικά δεδομένα, ενώ από μελέτες στις ΗΠΑ φαίνεται ότι ασθενείς με πολλαπλά υποκείμενα νοσήματα, καρκίνο που επιδεινώνεται και επιδείνωση της φυσικής τους κατάστασης λόγω της κακοήθειας είναι σε αυξημένο κίνδυνο θανάτου αν νοσήσουν λόγω κορωνοϊού.
Το βέβαιο όμως είναι πως η πανδημία είχε σημαντικές επιπτώσεις στην ογκολογική φροντίδα με την άνευ προηγουμένου πίεση στο σύστημα υγείας. «Διακοπές και τροποποιήσεις θεραπείας μαζί με καθυστερημένες διαγνώσεις, ως αποτέλεσμα της απομόνωσης, υπήρχαν και το αν αυτά επηρέασαν τις κλινικές εκβάσεις θα φανεί τον επόμενο καιρό», τονίζει ο ειδικός.
«Το να έχεις απλά καρκίνο μπορεί να μην είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου», λέει ο ειδικός και εξηγεί τον λόγο: «Οι θεωρητικοί λόγοι που μπορούσαν να εξηγήσουν το αν οι ασθενείς με καρκίνο που λαμβάνουν ενεργή θεραπεία θα ήταν πιο ευάλωτοι σε λοιμώξεις δεν επιβεβαιώθηκαν σε μεγάλη κλίμακα. Πάλι από τις ΗΠΑ οι ασθενείς που ελάμβαναν χημειοθεραπεία είχαν το ίδιο ρίσκο να πεθάνουν με τους ασθενείς που δεν έπαιρναν. Επίσης, το ίδιο ισχύει για τους ασθενείς που έπαιρναν ανοσοθεραπεία, στοχεύουσες θεραπείες, ορμονοθεραπεία ή είχαν υποβληθεί σε χειρουργείο ή ακτινοθεραπεία τις προηγούμενες τέσσερις εβδομάδες πριν από τη λοίμωξη. Αυτά τα δεδομένα ενισχύουν την άποψη ότι η ενεργή θεραπεία δεν επηρεάζει δυσμενώς την έκβαση των ασθενών με καρκίνο και λοίμωξη με COVID-19».
Ωστόσο, στην ίδια ανάλυση φαίνεται ότι 22% των ασθενών ανέφεραν ότι η θεραπεία τους διακόπηκε στην περίοδο της πανδημίας. Μελέτη που ανακοινώθηκε στο ESMO2020 μετά από έρευνα σε ογκολογικά κέντρα σε 18 χώρες έδειξε ότι το 60,9% της κλινικής δραστηριότητας μειώθηκε στην κορύφωση της πανδημίας, με το 62,4% των κέντρων να αναφέρουν υποθεραπεία και 37% ελάττωση της συμμετοχής ασθενών σε κλινικές μελέτες. Οι θεραπείες που επηρεάστηκαν περισσότερο είναι το χειρουργείο (44,1%), η χημειοθεραπεία (25,7%) και η ακτινοθεραπεία (13,7%), ενώ η ανακουφιστική φροντίδα επηρεάστηκε σε ποσοστό 32,1%.
*Για το θέμα μιλούν οι: Γεώργιος Δ. Δημητριάδης, Ομότιμος Καθηγητής Παθολογίας ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας, Γεράσιμος Σιάσος, Aναπλ. Καθηγητής Καρδιολογίας, Aναπλ. Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Ι. Γουργουλιάνης, Καθηγητής Πνευμονολογίας, πρώην Πρύτανης Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Ιωάννης Καλομενίδης, Aναπλ. Καθηγητής Πνευμονολογίας ΕΚΠΑ, Yπεύθυνος Mονάδας COVID-19 Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», Ιωάννης Μπουκοβίνας, Oγκολόγος, Pρόεδρος της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας